- φιλόσπουδος
- φῐλό-σπουδος, ον,A eager, zealous, OGI339.39 (Sestos, ii B. C.), AP5.45 (Phld.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόσπουδος — eager masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόσπουδος — ον, Α αυτός που αγαπά τη σπουδή, τον ζήλο, την προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. κενό σπονδος] … Dictionary of Greek
φιλοσπουδώ — έω, Α [φιλόσπουδος] είμαι πρόθυμος να μάθω … Dictionary of Greek